- ἐξεχόμενα
- ἐξέχωstand outpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek